- θεμιστοῦχος
- θεμιστ-οῦχος, ον, ([etym.] ἔχω)A upholding right,
βασιλῆες A.R.4.347
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βασιλῆες A.R.4.347
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεμιστούχος — θεμιστοῦχος, ον (Α) αυτός που τηρεί και υπερασπίζει το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, ταλαντ ούχος] … Dictionary of Greek
θεμιστούχων — θεμιστοῦχος upholding right masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)